καταδυναστεία

καταδυναστεία
καταδυναστείᾱ , καταδυναστεία
oppression
fem nom/voc/acc dual
καταδυναστείᾱ , καταδυναστεία
oppression
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταδυναστείᾳ — καταδυναστείᾱͅ , καταδυναστεία oppression fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδυναστεία — η (AM καταδυναστεία) [καταδυναστεύω] καταπίεση, τυραννική εξουσία …   Dictionary of Greek

  • καταδυναστείας — καταδυναστείᾱς , καταδυναστεία oppression fem acc pl καταδυναστείᾱς , καταδυναστεία oppression fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδυναστείαν — καταδυναστείᾱν , καταδυναστεία oppression fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδυναστείαις — καταδυναστεία oppression fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδυνάστευση — η καταδυναστεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδυναστεύω. Η λ., στον λόγιο τ. καταδυνάστευσις, μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξανδρο Σούτσο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”